- σφίγκτης
- ὁ, Α [σφίγγω](κατά τον Ησύχ.) «σφίγκταιοἱ κίναιδοι, καὶ ἁπαλοί».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφιγκτῆς — σφιγκτός tight bound fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφίγκται — σφίγκτης masc nom/voc pl σφίγκτᾱͅ , σφίγκτης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφιγκτῶν — σφίγκτης masc gen pl σφιγκτός tight bound fem gen pl σφιγκτός tight bound masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνημιοσφίγκτης — ο εργαλείο με το οποίο σφίγγονται οι ακτίνες τών τροχών, ακτινοσφίγκτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνημιο (< κνήμη) + σφίγκτης (< σφίγγω), πρβλ. ακτινο σφίγκτης. Απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. serre rais. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Αλ.… … Dictionary of Greek
σφίγκτας — σφίγκτᾱς , σφίγκτης masc acc pl σφίγκτᾱς , σφίγκτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακτινοσφίγκτης — ο εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη σύσφιγξη τών ακτίνων τών τροχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίνα + σφίγκτης < σφίγγω η λ. πλάστηκε από τον Γρηγόρ. Χαντζερή και αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. όρου serre rais] … Dictionary of Greek